πλαγίας

πλαγίας
πλαγίᾱς , πλάγιος
placed sideways
fem acc pl
πλαγίᾱς , πλάγιος
placed sideways
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • Αστυπάλαια — Νησί (96,85 τ. χλμ.) και δήμος (1.238 κάτ.) στον νομό Δωδεκανήσου. Λέγεται και Αστροπαλιά ή Αστουπαλιά. Χωρίζεται σε δύο τμήματα, που συνδέονται μεταξύ τους με μια στενή λωρίδα γης. Το δυτικό τμήμα είναι ψηλότερο (482 μ.) και το ανατολικό φτάνει… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • Konitsa — Gemeinde Konitsa Δήμος Κόνιτσας (Κόνιτσα) …   Deutsch Wikipedia

  • бокъ — БОК|Ъ (12), А с. Бок; правая или левая часть туловища (у человека или животного): въ вретище ||=же остроѥ тѣло своѥ ѡдѣ... крѣпко кости сво˫а скроушаше, бокы же жаданиѥмь оудольнѩ˫а доже и до хребетьны˫а страны свепетахоу (λαγόνας!) ГА XIII XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς …   Deutsch Wikipedia

  • Verwaltungsgliederung von Lesbos — Die Gemeinde Lesvos (griechisch Δήμος Λέσβου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den dreizehn Vorgängergemeinden der griechischen Insel Lesvos zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die… …   Deutsch Wikipedia

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • καταβατικός — ή, ό (AM καταβατικός, ή, όν) [καταβαίνω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάβαση 2. φρ. «καταβατικός άνεμος» άνεμος που κινείται προς τα κάτω, κατά μήκος τής πλαγιάς ενός βουνού, λόγω τής βαρύτητας μσν. φρ. «καταβατική σπαθέα»… …   Dictionary of Greek

  • κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”